.

.
Ολόκληρο το κείμενο
Εισαγωγικό κεφάλαιο στο συλλογικό τόμο με βάση κείμενα που παρουισιάστηκαν στο Ζ’ Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης. Στοχεύοντας στη θεωρητική ανάδειξη και αξιοποίηση της ελληνικής εμπειρίας διερευνώνται τα συμπληρωματικά ερωτήματα (α) Πώς η θεωρία βοηθά στην καλύτερη κατανόηση της περιόδου αυτής της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας; και (β) Πώς η ελληνική περίπτωση εμπλουτίζει τη θεωρία;). Για το σκοπό αυτό, το κεφάλαιο –στο πρώτο μέρος του- εισηγείται ένα ιστορικό-θεσμικό πλαίσιο ανάγνωσης και θεωρητικής αποτίμησης των κειμένων –μεριμνώντας να καταδείξει την ειδική συμβολή κάθε ενός χωριστά στο γενικό θεωρητικό αφήγημα που αναδύεται. Στο πλαίσιο αυτό επισημαίνονται συνοπτικά οι βασικές αρχές της προσέγγισης αυτής.
Προβάλλοντας στον ιστορικό χρόνο τη βασική τους θέση περί του κομβικού ρόλου των θεσμών ως δομικών σημείων εκκίνησης, οι ιστορικοί θεσμολόγοι έθεσαν στο αναλυτικό τους στόχαστρο κρίσιμα –«μεγάλα»- ερωτήματα της εποχής, όπως, ενδεικτικά, τον εκδημοκρατισμό, τις διάφορες «εκδοχές καπιταλισμού» [varieties of capitalism],τους μηχανισμούς ανάδυσης και αποδιάρθρωσης του κοινωνικού κράτους  κ.α. Χωρίς να λείπουν οι εσωτερικές διαφοροποιήσεις ή/και αντιπαραθέσεις, διαμορφώθηκαν κοινοί γνωστικοί χάρτες και θεωρητικές προσδοκίες, κυρίως ως προς το κεφαλαιώδες ζήτημα της αιτιώδους ανάλυσης. Δεσπόζουσα θέση στον τομέα αυτό κατέλαβαν (α) η πρόσληψη των κοινωνικοπολιτικών εκβάσεων ως συναπτόμενων αλληλουχιών αιτιωδών σχέσεων [path dependency], η έννοια των κομβικών συμβάντων [critical junctures] και (γ) η εικονοκλαστική άποψη ότι τα πολιτικά και κοινωνικά φαινόμενα χαρακτηρίζονται από διαδικασίες αυξουσών αποδόσεων.
Η προσέγγιση της αιτιότητας ως path dependency: ως αλληλουχίας επιμέρους συμβάντων, που ενώ ξεκινούν από κάποιες δομικές σταθερές (οι οποίες και επισημαίνονται και αναδεικνύονται), σε καμία περίπτωση δεν είναι προδιαγεγραμμένα ως προς την εξέλιξη και την έκβασή τους (στοιχείο που βεβαίως επιτυγχάνει να επανεντάξει οργανικά τους δρώντες και το ζωντανό ιστορικό χρόνο στην ανάλυση)· δεύτερον, την έννοια των κομβικών συμβάντων στην ιστορική εξέλιξη -δηλαδή στιγμών που κυριολεκτικά αλλάζουν την αναμενόμενη ροή των εξελίξεων εγκαθιδρύοντας δικές τους αιτιώδεις ατραπούς· και τρίτον την επισήμανση του εξαιρετικά σημαντικού ρόλου που διαδραματίζει η αδράνεια σε όλες τις θεσμικές λειτουργίες, συμπεριλαμβανομένου του πολιτικού λόγου που παράγεται και εκπέμπεται στις κοινωνίες αλλά και στις πολιτικές πρακτικές που ακολουθούντα -και η ρήση είναι, εν προκειμένω γνωστή: άπαξ και μια διαδικασία ή πρακτική τεθεί σε κίνηση θα τείνει προς την αναπαραγωγή της ενώ το κόστος μετάβασης σε άλλες πρακτικές θα αυξάνει. Οι όψεις αυτές και μας βοηθούν να κατανοήσουμε τα ελληνικά 60s, αλλά και να σκεφτούμε θεωρητικά με τρόπο πρωτότυπο. Η διερεύνηση της πορείας προς τη δικτατορία με όρους αιτιώδους αλληλουχίας, λ.χ., δείχνει πως η δικτατορία δεν ήταν αναπόφευκτη. Υπήρξαν βέβαια δομικές σταθερές που έκαναν την εξέλιξη αυτή πιθανή, όμως σε καμία περίπτωση δεν ήταν αυτή προδιαγεγραμμένη. Ó τόμος αποκαλύπτει δράσεις και παραλήψεις, κραυγές και σιωπές που οδήγησαν στη έκβαση αυτή.
Η θεσμική πραγματικότητα εκκίνησης είναι βεβαίως η καχεκτική μετεμφυλιακή δημοκρατία (και με σειρά κειμένων αυτή αποτυπώνεται στον τόμο με τρόπο διεισδυτικό και πρωτότυπο) που δείχνει ότι όχι μόνο πόσο έντονοι και πιεστικοί υπήρξαν οι περιορισμοί που επέβαλε, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους ωθούσε τους πολιτικούς δρώντες σε «ομοιοπαθητικές» προσαρμογές. Βλέπουμε, επί παραδείγματι, την Αριστερά να πλειοδοτεί σε επικλήσεις πατριωτισμού εξαιτίας της έξαλλης κριτικής που της ασκείται περί εθνοπροδοσίας. Οι εκλογές του ’61 και η δολοφονία Λαμπράκη αναδεικνύονται σε κομβικά συμβάντα που αλλάζουν τη ροή των εξελίξεων: οι δράσεις που προκάλεσαν δημιούργησαν προσδοκίες πέρα από τις συνήθεις συμπεριφορές (που στη νεοθεσμική γλώσσα θα αποκαλούσαμε θεσμικές αδράνειες) βάζοντας ταυτόχρονα σημαντικά καθήκοντα. Στην πορεία βέβαια αναδείχθηκαν επίσης ελλείψεις και ελλείμματα που στις περιστάσεις κατέστησαν καθοριστικά.


Εξίσου κρίσιμη μέριμνα του εισαγωγικού κεφαλαίου είναι και η αποτίμηση της ιστοριογραφικής συμβολής του τόμου. Η δεύτερη ενότητα της εισαγωγής καταγράφει έτσι νέα ευρήματα και ερμηνείες των κειμένων, αναδεικνύοντας εκ παραλλήλου και τα κενά που παραμένουν ως ερευνητικές προκλήσεις της «επόμενης ημέρας».